μπουντρούμι, το, ουσ. [<τουρκ. bodrum <ελλ. ἱππόδρομος]. 1. σκοτεινός υπόγειος και στενός χώρος ή στενό και σκοτεινό υπόγειο δωμάτιο ή μικρό και σκοτεινό υπόγειο διαμέρισμα: «πώς μπορούν και ζουν ολόκληρη οικογένεια σ’ ένα τέτοιο μπουντρούμι, είναι απορίας άξιο!». 2. (παλιότερα στη γλώσσα της αργκό) η φυλακή: «τον έκλεισαν στο μπουντρούμι και θα κάνει καιρό να ξαναδεί τον ήλιο». Από το ότι παλιότερα τα κελιά βρίσκονταν σε υπόγειο χώρο. Συνών. σκοτεινή / υπόγα (2)·
- τον κλείνω στο μπουντρούμι, βλ. φρ. τον ρίχνω στο μπουντρούμι·
- τον ρίχνω στο μπουντρούμι, τον φυλακίζω: «πριν από δυο χρόνια τον έριξαν στο μπουντρούμι και θα κάνει καιρό εκεί». (Λαϊκό τραγούδι: ένας λεβέντης ξαγρυπνά στο σκοτεινό κελί του, μέσ’ στα μπουντρούμια τα φριχτά τον ρίξαν οι εχθροί του).